ολοσφαλτος

ολοσφαλτος
    ὁλόσφαλτος
    ὁλό-σφαλτος
    2
    совершенно ошибочный Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ολοσφαλτος" в других словарях:

  • ολόσφαλτος — ὁλόσφαλτος, ον (Α) εντελώς εσφαλμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σφάλλω (πρβλ. άσφαλτος)] …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»